- εκφυσώ
- (-άω) (AM ἐκφυσῶ)φυσώ προς τα έξω, ξεφυσώ, αποπνέωμσν.1. (για άνεμο) φυσώ2. αναδίδωαρχ.1. (κυρίως για ποταμούς) εκχέω, χύνομαι, εκδηλώνω το μένος μου («ἔνθα ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος»)2. διεγείρω3. διασκορπίζω, διώχνω μακριά με φύσημα4. εξατμίζω, εξαερώνω5. ξεφυσώ δυνατά, ροχαλίζω(«βαρὺν ὕπνον ἐκφυσῶν», Θεόκρ.)ροχαλίζοντας δυνατά στον ύπνο6. παρουσιάζομαι ξαφνικά («φλόγες... ἐκ γῆς ἀναβλύσασαι καὶ ἐκφυσήσασαι», Αριστοτ.)7. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ἐκπεφυσημένοςφουσκωμένος, επηρμένος, αλαζόνας.
Dictionary of Greek. 2013.